μεθοξυ-

μεθοξυ-
πρόθεμα που δηλώνει την ύπαρξη μεθοξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης η οποία ανήκει στην τάξη τών αιθέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλωρομεθυλικός — ή, ό, Ν [χλωρομεθύλιο] φρ. «χλωρομεθυλικός αιθέρας» χημ. αποτελεσματικό μέσον χλωρομεθυλιώσεων, αλλ. μεθοξυ χλωροαιθάνιο …   Dictionary of Greek

  • βανιλίνη — Παράγωγο της βενζαλδεΰδης (3 μεθοξυ 4υδροξυ βενζαλδεΰδη), του τύπου CH3O (OH) C6H3CHO. Κρυσταλλώνεται σε στιλπνούς βελονοειδείς και άχρωμους κρυστάλλους που τήκονται στους 810C. Έχει ευχάριστη οσμή και γεύση, σημείο ζέσης 284 285°C, εξαχνώνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”